- φως
- τογεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως.2. φωτισμός: Μ' αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο φως.3. η όραση: Σ' ορκίζομαι στο φως μου.4. λαμπτήρας, λυχνία, λάμπα: Έσβησα το φως κι έφυγα.5. ως χαρακτηριστικό αγαπημένου προσώπου: Σ' αγαπώ, φως μου.6. το χρήμα: Πρώτα να δω φως και ύστερα συνεχίζουμε την πρέφα.7. στον πληθ., φώτα μτφ., γνώσεις, πείρα, σοφία: Καταφεύγω στα φώτα σου, γιατρέ.8. ως κύρ. όν. στον πληθ., Φώτα η γιορτή των Θεοφανίων: Σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες και αγιασμοί (κάλαντα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.